οἰκοδομία

οἰκοδομία
οἰκοδομία, ας, ἡ (οἰκοδομέω; since Thu. 1, 93, 1; 2, 65, 2; Pla.; Polyb. 10, 22, 7; Plut., Pomp. 654 [66, 1]; Lucian, Hist. Conscr. 4; Jos., Ant. 11, 7; 118; SIG 144, 32 [IV B.C.]; 204, 26f al.; OGI 483, 104; 107; PHal 1, 181 [III B.C.]; PSI 500, 3; 4.—Lob., Phryn. p. 487) building, both as process and result, in our lit. only once as v.l., and in a fig. sense edification ἐκζητήσεις παρέχουσιν μᾶλλον ἢ οἰκοδομίαν θεοῦ 1 Ti 1:4 v.l. (for οἰκονομίαν; D, Irenaeus et al. have οἰκοδομήν).—M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • οἰκοδομία — οἰκοδομίᾱ , οἰκοδομία building fem nom/voc/acc dual οἰκοδομίᾱ , οἰκοδομία building fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οικοδομία — οἰκοδομία, ἡ (Α) [οικοδόμος (Ι)] 1. οικοδόμηση («καὶ δήλη ἡ οἰκοδομία... ὅτι κατὰ σπουδὴν ἐγένετο», Θουκ.) 2. οικοδόμημα …   Dictionary of Greek

  • οἰκοδομίᾳ — οἰκοδομίαι , οἰκοδομία building fem nom/voc pl οἰκοδομίᾱͅ , οἰκοδομία building fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκοδομίας — οἰκοδομίᾱς , οἰκοδομία building fem acc pl οἰκοδομίᾱς , οἰκοδομία building fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκοδομίαι — οἰκοδομία building fem nom/voc pl οἰκοδομίᾱͅ , οἰκοδομία building fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκοδομίαν — οἰκοδομίᾱν , οἰκοδομία building fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκοδομιῶν — οἰκοδομία building fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκοδομίαις — οἰκοδομία building fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δομαίος — δομαῑος α, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει στην, προορίζεται για οικοδομία 2. οἱ δομαῑοι (ενν. λίθοι) οι θεμέλιοι λίθοι …   Dictionary of Greek

  • λεσβίος — ία, ο, θηλ. και λεσβιάδα (AM λεσβίος, ία, ον, Α θηλ. και λεσβίας, άδος και λεσβίς, ίδος) [Λέσβος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λέσβο ή προέρχεται από τη Λέσβο 2. (το αρσ. και θηλ. ως εθνικά) ο Λεσβίος, η Λεσβία ο κάτοικος τής Λέσβου ή… …   Dictionary of Greek

  • Λέσβος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Λαπίθη από τη Θεσσαλία. Φέρεται ως ιδρυτής της πόλης Μυτιλήνης του επίσης ομώνυμού του νησιού του Αιγαίου. Ο Λ. παντρεύτηκε την Μήθυμνα, κόρη του τοπικού βασιλιά Μακαρέα. Ο σχετικός μύθος υποδηλώνει ότι οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”